προσήλιος

προσήλιος
ος , ον см. προσηλιακός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "προσήλιος" в других словарях:

  • προσήλιος — exposed to the sun masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσήλιος — α, ο / προσήλιος, ον, ΝΜΑ (για τόπο ή οίκημα) στραμμένος προς τον ήλιο, εκτεθειμένος στον ήλιο, αυτός που τόν βλέπει ο ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἥλιος] …   Dictionary of Greek

  • προσήλιος — α, ο ευήλιος, προσηλιακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσήλιον — προσήλιος exposed to the sun masc/fem acc sg προσήλιος exposed to the sun neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηλίοις — προσήλιος exposed to the sun masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηλίους — προσήλιος exposed to the sun masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηλίῳ — προσήλιος exposed to the sun masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσήλια — προσήλιος exposed to the sun neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • ειλόπεδον — εἱλόπεδον, το (Μ) προσήλιος τόπος, αλώνι για σταφίδα …   Dictionary of Greek

  • εύειλος — εὔειλος, ον (Α) ευήλιος, προσήλιος, ηλιόλουστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειλος (< είλη «ηλιακή θερμότητα»), πρβλ. ά ειλος, πρόσ ειλος) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»